- εωθινός
- -ή, -ό (ΑΜ ἑωθινός, -ὸν) [ἕωθεν]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυγή, που γίνεται την αυγή, ο πρωινόςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το εωθινόα) στρατιωτικό σάλπισμα που παραγγέλλει την πρωινή έγερση τών ανδρών, το εγερτήριο σάλπισμαβ) εμβατήριο που σαλπίζεται στους δρόμους από στρατιωτικούς σαλπιγκτές τα πρωινά ορισμένων εθνικών εορτώννεοελλ.-μσν.1. φρ. α) «εωθινά τροπάρια» — τα τροπάρια που ψάλλονται στην εκκλησία κατά το τέλος τού όρθρου και πριν από τη μεγάλη δοξολογίαβ) «εωθινό ευαγγέλιο» — η ευαγγελική περικοπή που διαβάζεται κατά τον όρθρο τής Κυριακής, το πρώτο ευαγγέλιο2. το αρσ. ως ουσ. ο εωθινόςη ακολουθία τού εωθινού, ο όρθροςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑωθινόντροπάριο που ψάλλεται στο τέλος τών αίνωναρχ.1. ανατολικός2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἑωθινόνκατά το πρωί, νωρίς-νωρίς3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἑωθινήτο πρωί4. α. παροιμ. φρ. «ἑωθιναὶ δίκαι» — οι υποθέσεις που εκδικάζονταν γρήγοραβ. φρ. «προσειπεῑν τὸ ἑωθινόν» — το να απευθύνει κάποιος τον πρωινό χαιρετισμό, την καλημέρα.
Dictionary of Greek. 2013.